- πεντάωρος
- -η, -ο1. αυτός που διαρκεί πέντε ώρες ή αυτός που έχει καθοριστεί να διαρκέσει πέντε ώρες2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάωροχρονικό διάστημα πέντε ωρών.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* + -ωρος (< ώρα), πρβλ. εξά-ωρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.